ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Νικόλαος Τσέργας «Θεραπεία μέσω της ποίησης και θεραπευτική δημιουργική γραφή», εκδ. Gutenberg

ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

(Αναδημοσίευση από :https://www.fractalart.gr/therapeia-meso-tis-poiisis-kai-therapeytiki-dimioyrgiki-grafi/)

Νικόλαος Τσέργας «Θεραπεία μέσω της ποίησης και θεραπευτική δημιουργική γραφή», εκδ. Gutenberg

Πρωτοήλθα σε επαφή με το βιβλίο του  Νικόλαου Τσέργα όταν δούλευα πάνω στη διπλωματική μου εργασία που έχει σχέση με την αλληλεπίδραση δημιουργικής γραφής και θεάτρου στα πλαίσια της θεατρικής διαδικασίας. Ο Νικόλαος Τσέργας είναι είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης με γνωστικό αντικείμενο τις Θεραπευτικές Προσεγγίσεις μέσω της Τέχνης στον τομέα της Ψυχικής Υγείας.

Η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκα από τη συστηματική του προσέγγιση, αλλά και την έρευνα γύρω από ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και ουσιαστικό θέμα. Από το εισαγωγικό σημείωμα του Τσέργα μεταφέρω ακριβώς: «Η εργασία αυτή αποτελεί μια προσπάθεια μύησης στη θεραπεία μέσω της ποίησης και της δημιουργικής γραφής, δύο μορφές θερaπείας που γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη σε διεθνές επίπεδο. Ο όρος «θεραπευτική δημιουργική γραφή» (therapeutic creative writing) επιλέχθηκε για τον τίτλο του βιβλίου ανάμεσα σε άλλους εναλλακτικούς για να αναδειχθούν οι θεραπευτικές δυνάμεις της δημιουργικής γραφής, ενώ στο κείμενο χρησιμοποιείται ως συνώνυμο και ο όρος «θεραπευτική γραφή».

Επισημαίνονται τρεις μεγάλες ενότητες στην μονογραφία του Τσέργα, που επεξηγούν πράγματα, φωτίζουν διαφορετικές μορφές του ζητήματος, και βρίσκονται μεταξύ τους σε γόνιμο διάλογο. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη ενότητα κάνει λόγο για το περιεχόμενο της θεραπείας μέσω της ποίησης, αναλύει διάφορα θεωρητικά μοντέλα και παρουσιάζει σχετικές εφαρμογές αυτές της προσέγγισης. Στην δεύτερη ενότητα, εξετάζει ποια κείμενα μπορούν να προκύψουν από τη χρήση της δημιουργικής μορφής για θεραπευτικούς λόγους. Κείμενα όπως ποιήματα, ιστορίες, δοκίμια που αποβλέπουν σε  λειτουργικές θεραπευτικές αλλαγές.

Στην τρίτη ενότητα αναφέρεται σε σημαντικές μορφές θεραπευτικής γραφής, όπως expressing writing (εκφραστική γραφή), συτοβιογραφία, ημερολόγιο, θεραπευτική επιστολή, αυτοεθνογραφία και πώς αυτή εφαρμόζεται στη θεραπεία.

Ανιχνεύει και διευρευνά ιδιαίτερα πως η ποίηση και γραφή μπορούν να φέρουν αποτελέσματα σημαντικά με την συναισθηματική αποκατάσταη ατόμων. Αυτές μπορούν να ενσωματωθούν σε πολλές και διάφορες σχολές θεραπείας (όπως ψυχοδυναμική, υπαρξιακή, γνωσιακή και άλλες) ακόμα κι αν αυτές υιοθετούν διαφορετικούς τρόπους στην προσέγγισή τους.

Ένα ιδιαίτερο κομμάτι του βιβλίου που αφορά όλους εμάς που διδάσκουμε είναι η δημιουργική γραφή στην εκπαίδευση και στην σχολική τάξη, καθώς και στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Πώς μέσω της δημιουργικής γραφής, που αποτελεί σημαντικό εργαλείο, μπορούμε να φτάσουμε σε μια ουσιαστική προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου-είτε αυτό είναι ποίημα, είτε είναι πεζό είτε είναι θεατρικό. Ο συγγραφέας προβαίνει σε κατηγοριοποίηση των δραστηριοτήτων και των βιωματικών δράσεων για τη δημιουργική γραφή.

Επίσης, είναι τρομερά ενδιαφέρουσες οι σελίδες που αφιερώνονται στο θεραπευτικό ημερολόγιο και τις ιδιαίτερες μεθόδους του. Παρουσιάζεται η έννοια, οι τύποι του, οι λόγοι για τους οποίους είναι σημαντικό. Δίδονται δείγματα γραφής, επισημαίνονται τεχνικές και ασκήσεις θεραπευτικού ημερολογίου. Στις σελίδες 329-372 (μαζί με την αναλυτική βιβλιογραφία) Και γενικά είναι αξιοσημείωτη η κατάθεση μιας πλούσιας και εύστοχης βιβλιογραφίας για κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου.

Φτάνοντας προς το τέλος αυτού του κειμένου, ο συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο για την αυτοεθνογραφία, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ανθρωπολογία. Αναφέρεται στις διαστάσεις, την προέλευση και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και πώς αυτή μπορεί να συμβάλλει στην ψυχοθεραπεία.

«Οι αυτοεθνογράφοι καταγράφουν τις προσωπικές εμπειρίες και ιστορίες ζωής, για να αρθρώσουν μια κριτική φωνή απέναντι σε ιδέες, πρακτικές, αλλά και όψεις της πολιτισμικής ζωής» (σελ. 406) σημειώνουν οι Adams (Holman Jones και Ellis) (2015)

Πρόκειται για μια ερευνητική γραφή που εξετάζει τις σχέσεις του ερευνητή με άλλα πρόσωπα, με την κοινωνία, αλλά και με τον εαυτό του, αφού ξεκινά από προσωπικά βιώματα και προσωπικές συναισθηματικές παραμέτρους.

Η ποίηση και η γραφή αποδεικνύονται πολύτιμα εργαλεία για τη μέθοδο και για τη θεραπεία. Σε συνδυασμό μάλιστα και με τεχνικές δραματοποίησης και άλλα εργαλεία του θεάτρου ανοίγουν δρόμους, οδηγούν σε όμορφα πράγματα, συμβάλλουν σε πειραματισμούς που γεμίζουν αισιοδοξία. Ενθαρρύνουν το άτομο να αυτενεργήσει, να δράσει, να αντιδράσει, να διερευνήσει- και με τη βοήθεια του γόνιμου αναστοχασμού- σημαντικές πλευρές του εαυτού του και της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει.

Μαρκ Στραντ, Προσωρινή αιωνιότητα. Ανθολόγιο ποιημάτων, Επιλογή – Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη, Πρόλογος: Αναστάσης Βιστωνίτης, Βακχικόν, Αθήνα 2019.


 

Ο ποιητής Μαρκ Στραντ 

Μαρκ Στραντ, Προσωρινή αιωνιότητα. Ανθολόγιο ποιημάτων, Επιλογή – Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη, Πρόλογος: Αναστάσης Βιστωνίτης, Βακχικόν, Αθήνα 2019.

ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ο Μαρκ Στραντ, παρουσιάζεται στο ελληνόφωνο κοινό μέσα από τη μετάφραση και την ανθολόγηση που πραγματοποίησε η ποιήτρια Ασημίνα Ξηρογιάννη σε ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά του ποιήματα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση ποιητή στο μέτρο και στο βαθμό που το έργο του εναγκαλίζεται και μεταστοιχειώνει σε τέχνη του στίχου δύο βασικές κατευθύνσεις του σύγχρονου ποιητικού λόγου, εν πολλοίς αντίθετες και αντιθετικές μεταξύ τους, τον λυρισμό και τον ρεαλισμό. Οι δύο αυτές τάσεις ή διαθέσεις του ποιητικού λόγου, όπως συνυπάρχουν μέσα στην ποιητική του παραγωγή, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πεδίο και σκηνικό που κινείται, εν είδει εκκρεμούς, ανάμεσα σε μια έκδηλη ποιητικότητα, σε μια μουσική καθαρά αίσθηση που αφήνουν οι στίχοι καθώς ελίσσονται και εκτυλίσσονται μέσα στο ποίημα, και σε έναν ακόμα πιο έκδηλο ίσως ρεαλισμό όπως αυτός ανακύπτει από το πλαίσιο μέσα στα οποία τοποθετεί πολλές φορές τα ποιήματά του ο Στραντ, ένα πλαίσιο αφηγηματικό που συχνά προσδίδει στις συνθέσεις του τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά μικροϊστορίας. Σε αυτήν την τελευταία εντύπωση συμβάλλει και συντελεί εξ ίσου το πέρασμα μέσα στα ποιήματά του μιας σειράς από πρόσωπα, από χαρακτήρες που είναι άλλοτε οικείοι του ποιητή και άλλοτε αντιπροσωπευτικοί τύποι ανθρώπων. Το στοιχείο αυτό πέρα από την αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης που γεννά, πολλές φορές δίνει το στίγμα μιας δραματικότητας που τη συναντά κανείς, με τον ίδιο περίπου τρόπο στα μονόπρακτα θεατρικά έργα. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την έντονη και ισχυρή παρουσία του δημιουργού ως υποκινητή και καθοδηγητή της «δράσης», ως του βασικού εκείνου παράγοντα που διευθετεί και ρυθμίζει το σκηνικό προσδίδουν μια νέα διάσταση στην ποίηση του Στραντ, μια διάσταση που την προσανατολίζει στον ορίζοντα της δραματικής σύνθεσης και έκφρασης, της θεατρικότητας όχι τόσο ως υιοθέτησης συγκεκριμένων μεθόδων και τεχνικών, όσο ως ατμόσφαιρας και κλίματος, ως διάχυτης και διαφαινόμενης ροπής προς την καλλιέργεια μιας εικονικής και κινητικής ταυτόχρονα εντύπωσης: Θέλεις να ρίξεις μια καλή ματιά στον εαυτό σου./ Στέκεσαι μπροστά από έναν καθρέφτη,/ βγάζεις το τζάκετ σου, ξεκουμπώνεις το πουκάμισό σου,/ ανοίγεις τη ζώνη σου, κατεβάζεις το φερμουάρ του παντελονιού σου./ Τα εσώρουχά σου πέφτουν κάτω./ Βγάζεις τα παπούτσια σου και τις κάλτσες σου,/ αφήνεις τα πόδια σου γυμνά./ Αποσύρεις το εσώρουχό σου./ Αμήχανος, περιεργάζεσαι τον καθρέφτη./ Να ’σαι λοιπόν! Εδώ είσαι!/ Κι όμως, δεν είσαι εδώ. («Ιδιωτικές στιγμές»)

Οι εικόνες είναι το δεύτερο στοιχείο που προκρίνεται και προεξάρχει στην ποίηση του Στραντ. Πρόκειται άλλοτε για εικόνες με σαφές και ευκρινές το περίγραμμά τους και άλλοτε για θολά και αξεκαθάριστα τοπία και σκηνικά που έρχονται από το εσωτερικό της σκέψης του ποιητή για να εξωτερικευθούν και να αποτελέσουν εν τέλει τμήμα του εξωτερικού περιβάλλοντος και χωροχρόνου. Το στοιχείο αυτό δεν είναι άσχετο και δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί σε στενή συνάφεια και σχέση με την οικείωση του ποιητή στην τέχνη της ζωγραφικής την οποία εν τέλει κατέληξε να υπηρετεί και να θεραπεύει μέσα από την ποίηση. Γιατί πράγματι οι λεκτικές εξεικονίσεις που μπορεί κανείς να συναντήσει μέσα στην ποίησή του είναι τέτοιας ποιότητας και υφής που οδηγούν με άκρα ευθύτητα την φαντασία του αναγνώστη στην ανασύνθεση του περιβάλλοντος κατά τρόπο αναδημιουργικό, μέσα δηλαδή από μια πορεία που εκκινεί από τις λέξεις και καταλήγει στον αισθητό κόσμο ο οποίος έχει πια προικισθεί με κάτι από το νόημα και την τάξη του λόγου. Οι εικόνες του Στραντ έχουν τη θέση και τη λειτουργία στιγμιοτύπων, λεπτομερειών δηλαδή στις οποίες όμως φαίνεται πως βρίσκεται όλο το νόημα και η αλήθεια του κόσμου. Γιατί αυτό ακριβώς είναι που επιχειρεί να συλλάβει ο ποιητής μέσα και μέσω των συνθέσεών του, το νόημα του κόσμου όπως αυτό ενυπάρχει μέσα στην δημιουργία. Αυτό διαμορφώνει μια άλλη, διαφορετική ερμηνεία της ποίησής του από εκείνο που μπορεί να σχηματίζει ως πρώτη εντύπωση ο αναγνώστης. Γιατί ενώ φαίνεται ότι ο ποιητής προσλαμβάνει την πραγματικότητα και την αναπλάθει ποιητικά, κάτι που προσδίδει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στα ποιήματά του, η πραγματικότητα αυτή είναι κατ’ ουσίαν πλαστή και πλασματική, είναι δημιουργημένη μέσα στη συνείδηση του Στραντ όπως όμως αυτή τροφοδοτείται από τις αισθήσεις του.

Ιδιαίτερος είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός εισέρχεται στο ποιητικό του σύμπαν για να το κατασκευάσει, να το νοηματοδοτήσει, να το στήσει. Τις περισσότερες φορές μοιάζει απλός παρατηρητής, ενώ άλλες ως ο απόλυτος ενορχηστρωτής. Στην πραγματικότητα, αυτό που μπορεί κανείς να επισημάνει είναι ότι ο Στραντ ισορροπεί με απόλυτη επιδεξιότητα ανάμεσα σε μια ισχυρή παρουσία, σε μια έντονα διακριτή σφραγίδα της μορφής και της γραφίδας του ως εργαλείου κατασκευής του κόσμου του ποιήματος και στην αίσθηση που αφήνει ότι είναι απλώς και μόνο ο καταγραφέας της ποίησης του κόσμου. Πρόκειται για μια άκρως ευτυχή συγκυρία αντικατοπτρισμού που θέλει τον ποιητή δημιουργό και ταυτόχρονα αποδέκτη της δημιουργίας και το ποίημα προϊόν ή αποτέλεσμα και ταυτόχρονα προϋπάρχουσα δομή και τάξη. Ο Στραντ γνωρίζει καλά πώς να διατηρεί αυτή την ισορροπία για αυτό και το έργο του διατηρεί τη σωστή απόσταση ή, μάλλον τις σωστές αποστάσεις από τον κόσμο, τον άνθρωπο, τον ποιητή, ακριβώς για να μπορέσει να δημιουργήσει με απόλυτη ψυχραιμία, αλλά και με ένα ιδιαίτερα βαθύ και διεισδυτικό βλέμμα που συλλαμβάνει τον παλμό του κόσμου, τους χτύπους εκείνους του πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης που επιθυμούν τη μετουσίωσή τους σε λέξεις οι οποίες θα ηχούν πάντα σαν πρώτο άκουσμα: Ο βράχος είναι απόλαυση/ και ανοίγει/ κι εμείς μπαίνουμε μέσα/ όπως μπαίνουμε στον εαυτό μας/ κάθε βράδυ. («5, Επτά ποιήματα»)

Για την ποίηση της Ασημίνας Ξηρογιάννη – γράφει η Ευσταθία Δήμου

(Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ)

Κάθε συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων ενός λογοτέχνη αποτελεί μιαν άριστη ευκαιρία για τον αναγνώστη ή τον μελετητή να έρθει σε επαφή και να περιηγηθεί στο σύνολο της πνευματικής παραγωγής του συγγραφέα για να διαμορφώσει έτσι μιαν ολοκληρωμένη εικόνα όχι μόνο για την ποίηση, αλλά και για την ποιητική του, όπως μπορεί να νοηθεί ο ιδιαίτερος τρόπος που αυτός έχει για να προσεγγίζει την τέχνη του και για να διαμορφώνει την τεχνική του. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιχειρηθεί και να επιτευχθεί στην περίπτωση της ποιήτριας Ασημίνας Ξηρογιάννη με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο που περιλαμβάνει ποιήματα μιας οκταετίας, αρχής γενομένης από το 2009 έως το 2017. Το βιβλίο συγκροτείται από πέντε ποιητικές συλλογές – Η προφητεία του ανέμου, Πληγές, Εποχή μου είναι η Ποίηση, Λίγη φθορά για γούρι, 23 ημέρες – οι οποίες δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα όχι μόνο των θεματικών της αφορμήσεων και αφορμών, ούτε μόνο της στιχουργίας τους, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο στήνει τα ποιήματά της και καθοδηγεί τη γραφίδα της, αλλά και του τρόπου με τον οποίο τόσο οι θεματικές όσο και η στιχουργική της πράξη και πρακτική εξελίχθηκαν, διαμορφώθηκαν και απέκτησαν τον δικό τους χαρακτήρα και τα δικά τους γνωρίσματα.

Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κάποιος που θα περιηγηθεί στα ποιήματα των συλλογών είναι ότι πρόκειται για μια ποίηση άμεση, οικεία, σίγουρη για την επικοινωνιακή της λειτουργία και διάσταση, για τη διάνοιξη δρόμων προς την αναγνωστική συνείδηση που αποδεικνύονται ευκολοδιάβατοι. Η Ξηρογιάννη δεν δημιουργεί προσκόμματα στην πρόσληψη της στιχουργίας της. Ίσα ίσα που η γλώσσα της ξετυλίγεται απρόσκοπτα, αβίαστα, εντελώς φυσικά και οι λέξεις παίρνουν το δρόμο τους για να μεταμορφωθούν σε ποίημα. Γιατί αυτή ακριβώς είναι και η ιδιαιτερότητα του ποιητικού της λόγου, το γεγονός δηλαδή ότι ακροβατεί με άκρα επιδεξιότητα ανάμεσα σε ένα πρωτογενές γλωσσικό υλικό και στην ποιητικότητα, ανάμεσα σε μια έκφραση ανοιχτή, γνώριμη, απλόχερη και οικεία και σε μία λογοτεχνικότητα που είναι καίρια και δραστική ακριβώς επειδή στηρίζεται στην απλότητα και στο απροσποίητο της έκφρασης: Ένα «θέλω» με βασανίζει χρόνια τώρα./ «Θέλω» πολύπλευρο, πλουραλιστικό, πολυδιάστατο./ Το κουβαλώ μαζί μου κι όταν δεν θέλω./ Θέλω δεν θέλω εκείνο με κυνηγά./ Μου αρέσει μα φοβάμαι κιόλας./ Μήπως αυτό το «θέλω» ποτέ δεν το μπορέσω. («Παράξενη αποσκευή»). Είναι μια βαθιά αντίληψη για την τέχνη αυτή που βλέπει στον λόγο την ίδια την ποίηση, στις λέξεις την ποιητικότητα, στην ύλη τους την ίδια την ουσία της ύπαρξης. Η λεκτική αυτή προσέγγιση στον τρόπο με τον οποίο συντίθεται και λειτουργεί το ποίημα συνεπικουρείται από τον ελεύθερο στίχο στον οποίο η Ξηρογιάννη επιλέγει να διοχετεύσει την ποιητική της σκέψη και έκφραση. Η ελευθερία αυτή ταιριάζει και υπηρετεί με άκρα αποτελεσματικότητα την ανάδυση της ουσίας, την εισχώρηση στον πυρήνα του ποιητικού λόγου, στην ιδέα που καθοδηγεί την όλη σύνθεση.

Η ποίηση της Ξηρογιάννη είναι, κατά βάση, μια ποίηση αυτοαναφορική. Ενδεικτική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η εκτεταμένη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου και η περιστροφή της σύνθεσης γύρω από το προσωπικό βίωμα, την οπτική και την αντίληψη ή ακόμα και το πάθος: Ξεσκίζω τη γαλήνη μου/ την άνευρη ζωή μου./ Και απλώνομαι./ Και πάω./ Στο ταξίδι των περιπλανήσεων/ των αποπλανήσεων τα χνάρια ακολουθάω. Ακόμα και στα ποιήματα στα οποία η ποιήτρια μιλά σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, στην πραγματικότητα απευθύνεται στον εαυτό της, εν είδει διαλόγου, που ανοίγει και διεξάγεται με τον εσώτερο εαυτό της, με όλα όσα κρύβει στην ψυχή της, όλα αυτά που συγκροτούν το είναι και το γίγνεσθαί της. Βεβαίως, το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου και η τοποθέτησή του στον πυρήνα του ποιητικού προβληματισμού και προσανατολισμού, δεν σημαίνει ότι η ποιήτρια παύει ή αποφεύγει να εκφράσει την άποψή της για θέματα κοινωνικοπολιτικά, θέματα της επικαιρότητας, προβλήματα που ταλάνισαν τους ανθρώπους κυρίως της γενιάς της. Ο προβληματισμός αυτός, αντίθετα, προβάλλει με ιδιαίτερη ένταση και θέρμη σε αρκετά από τα ποιήματα, ούτως ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει για μία ποίηση κοινωνική, μία ποίηση της οποίας η στόχευση είναι η κριτική, η καταγγελία και η αναμόρφωση με τους όρους πια που η ίδια η τέχνη θέτει. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που σφραγίζει ανεξίτηλα την ποίηση της Ξηρογιάννη, η βαθιά ριζωμένη δηλαδή πίστη στην τέχνη της στην οποία προσδίδει τις ιδιότητες ενός φαρμάκου για κάθε άλγος, για καθετί οδυνηρό, άσχημο ή νοσηρό στοιχειώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή. Για την ακρίβεια, η ποίηση δεν είναι ακριβώς το φάρμακο ή η γιατρειά – κάτι που θα την καθιστούσε περιθωριακή και ευκαιριακή – αλλά, αντίστροφα, ένα είδος αρρώστιας που εφορμά και εισδύει στην ψυχή της ποιήτριας και την καθιστά εφ’ όρου ζωής αφοσιωμένη και πιστή σε αυτήν. Η Ξηρογιάννη δεν παύει στιγμή να διαδηλώνει την πίστη της αυτήν στην τέχνη του ποιητικού λόγου όχι μόνο γιατί εμπιστεύεται τη δύναμη και τη δυναμική του σε προσωπικό επίπεδο, στο επίπεδο δηλαδή της ατομικής αποσυμφόρησης, λύτρωσης και διεξόδου, αλλά και στο επίπεδο της κοινωνικής βελτίωσης και αναβάθμισης, εκεί όπου η ποίηση δεν είναι πια επιθυμία, αλλά, στην κυριολεξία, ανάγκη: Μπορεί η ποίηση να χωρέσει/ την εθνική μας κατάθλιψη;/ Η Ποίηση είναι μια πολυτέλεια/ σε τέτοιους καιρούς, θα πεις./ Κι όμως, μπορεί να είναι δρόμος./ Και δεν είναι σφάλμα ότι ακόμα ελπίζουμε./ Η Ιστορία μας το απαιτεί./ Εν τέλει τι σημασία έχει ποιος θα μας παρηγορήσει;/ Το θέμα είναι να παρηγορηθούμε κάπως.

Με έναν τρόπο παράδοξο και ενώ η αισθητική απόλαυση που αποκομίζει ο αναγνώστης από την ποίηση της Ξηρογιάννη είναι δεδομένη και αναμφισβήτητη, η τέρψη της ψυχής και της συνείδησής του αδιαπραγμάτευτη, φαίνεται πως η αισθητική αυτή ευχαρίστηση είναι στενά συνυφασμένη με την πειθώ, με μια διάθεση δηλαδή και τάση της ποιήτριας να αφυπνίσει και να προσανατολίσει προς την κατεύθυνση της ενατένισης της ποίησης ως πράξης και όχι, απλώς και μόνο, ως λόγου, έστω και τεχνουργημένου καλλιτεχνικά. Πράγματι, τα περισσότερα από τα ποιήματα που συναποτελούν την παραγωγή της οκταετίας αυτής εμφορούνται από ένα πνεύμα επαναστατικό θα έλεγε κανείς, από μία αύρα δυναμισμού που μεταδίδεται και περνά στον αναγνώστη σαν πνοή ζωής, σαν πνοή ποίησης, σαν πνοή δημιουργίας. Είναι από τις λίγες ίσως φορές στη νεοελληνική ποίηση που η πειθώ, όχι βέβαια ως επιχειρηματολογία, αλλά ως μετάγγιση της ορμής, του πάθους και της ενέργειας ενός πνεύματος που βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, ενυπάρχει τόσο αποτελεσματικά και αναπόσπαστα, κινεί, κατά βάση, το ίδιο το έργο: Ξεδίπλωσε τα χέρια σου/ Απλώσου/ Το πρόσωπο ν’ ανθίσει/ Φέρε κοντά την Άνοιξη/ Κοντά φέρε την Άνοιξη/ Και χάρισέ της/ της θάλασσας την αύρα/ – Σαν μικρός θεός –/ Και το γαλάζιο/ χάρισέ της («Φέρε κοντά την Άνοιξη»). Πρόκειται ουσιαστικά για μία απόπειρα επικοινωνίας των πεποιθήσεων της ποιήτριας μέσω της τέχνης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η ποίηση καθίσταται απλώς και μόνο το όχημα. Ίσα ίσα που η ποιητική έκφραση μαζί με το μήνυμα ενοποιούνται και συμπλέκονται σε τέτοιο βαθμό ώστε είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το ένα από το άλλο. Σημαινόμενο και σημαίνον, δηλαδή, ταυτίζονται και συνυπάρχουν εκβάλλοντας σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα που και την αρτιότητα του καλλιτεχνικού έργου διατηρεί, αλλά και τη διαύγεια, την καθαρότητα, τη λάμψη του περιεχομένου. Αυτό μάλιστα γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο στα ολιγόστιχα ποιήματα της Ξηρογιάννη τα οποία ακριβώς λόγω έκτασης μπορούν και αναδεικνύουν ευκρινέστερα και την καλλιτεχνική επεξεργασία στην οποία έχουν υποβληθεί, την απόσταξη και τη συμπύκνωση του ποιητικού λόγου, αλλά και την ουσία, το κίνητρο και τη στόχευση της ποιητικής σκέψης: Αναζητούσα τα κομμάτια μου,/ μα εκείνα ταξίδευαν στο πολύχρωμο του κόσμου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Mark Rothko. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ /// ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΣΙΟΤΙΝΟΥ

Ασημίνα Ξηρογιάννη: «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2009-2017», Εκδόσεις Βακχικόν

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη παρασύρθηκε από τον άνεμο και άκουσε την προφητεία του «Η ζωή σου θα γεμίσει πληγές. Θα κλείσουν όμως με τη συνδρομή της ποίησης. Όχι μόνο εποχή σου αλλά και ζωή σου θα είναι η ποίηση. Θα παλεύεις 23 μέρες, 23 μήνες, 23 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή για να νικήσεις τη φθορά. Αυτή η φθορά όμως, αν και λίγη, θα είναι το γούρι σου. Θα νικήσεις την απώλεια, τη ματαίωση, τον πόνο, το θάνατο και θα υμνήσεις τον έρωτα και τη ζωή με τη δύναμη της γραφής σου».

Η Ασημίνα, πολυσχιδής προσωπικότητα, πολυπράγμων, πολυτάλαντη υπηρετεί την τέχνη της γραφής με συνέπεια κοντά μια δεκαετία τώρα, ποιήτρια, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και δοκιμιογράφος, συγχρόνως ακούραστη συνοδοιπόρος για πολλούς νέους ποιητές και συγγραφείς των οποίων τα γραπτά βρήκαν μια φιλόξενη στέγη στο προσωπικό της ιστολόγιο, το πολύ γνωστό σε όλους όσους καταπιάνονται με τη γραφή, varelaki.

Η ίδια η ποιήτρια μας πληροφορεί για την ανάγκη που γέννησε αυτήν την έκδοση. Η Ασημίνα επιστρέφει με μια διάχυτη αίσθηση νοσταλγίας και μελαγχολίας, θα τολμούσα να πω, σε ποιήματα που δεν κυκλοφορούν πια στο εμπόριο, είτε γιατί έχουν εξαντληθεί, είτε γιατί οι εκδοτικοί οίκοι που πρωτοεκδόθηκαν έχουν κλείσει. Ποιήματα που έγιναν πολτός κι έπρεπε ν’ αποκτήσουν ξανά τη χαμένη τους υπόσταση, ποιήματα άστεγα που έψαχναν μια καινούρια σκέπη και τη βρήκαν στη ζεστή αγκαλιά των εκδόσεων Βακχικόν.

Πρόκειται για ολιγόστιχα ποιήματα με ποικιλία θεμάτων. Πολλά από αυτά τα ποιήματα είναι αυτοαναφορικά, βιωματικά (π.χ. «Ονοματοθεσία», «Αριάδνη», «Αίγινα», ποίημα με τίτλο την πατρίδα των παιδικών χρόνων και των καλοκαιριών της ποιήτριας) και άλλα όχι. Η Ασημίνα εκφράζει προβληματισμούς και ανησυχίες, εμπνέεται από καταστάσεις και γεγονότα, πολλές φορές και από στίχους αγαπημένων ποιητών. Προπαντός  παίζοντας με τις λέξεις ανθολογεί «εαυτόν» έχοντας «γνωθι σαυτόν».

Λέξεις σε λευκή κόλλα. / Αυτό είμ’ εγώ.

Τίποτα και όλα. / Ειλικρινά, μόνο αυτό.

Αυτοπροσδιορίζεται και συγχρόνως αυτοαναιρείται εκφράζοντας την επιθυμία της.

Δεν θα’ θελα να είμαι λέξη. / Να μη συρθώ σαν πόρνη από στόμα σε στόμα.

Να μη με σπαταλήσουν ασυλλόγιστα / Ασυνείδητοι δημαγωγοί του έρωτα.

Άλλωστε οι λέξεις σε λευκό χαρτί είναι μη λέξεις. Έτσι δεν κινδυνεύει η ποιήτρια «να σπαταληθεί ασυλλόγιστα και ν’ αλλοιωθεί από πένες προδομένων εραστών». Δεν διστάζει να μας δώσει και το στίγμα της που δεν είναι άλλο από το όνειρο, μια ζωή σπαταλημένη που όμως το όνειρο της δίνει νόημα.

«Να περάσεις το ποτάμι. / Να ανακυκλώσεις τη ζωή που σπατάλησες».

Μα εγώ…καρφωμένη στη μία όχθη. / Αρκέστηκα στο να ονειρευτώ την άλλη.

Το όνειρο και το ποίημα, η ποίηση. Μπροστά στην ζωοδότρα ποίηση, κάθε απώλεια φαντάζει μικρή «Έχασα εσένα μα κέρδισα την ποίηση». Η Ξηρογιάννη αυτοπροσδιορίζεται και πάλι, διατρανώνοντας την αδυναμία της και έναν από τους βασικούς λόγους ύπαρξής της.

Ο έρωτας κυρίαρχος στην ποίηση της Ασημίνας. Έρωτας που μπορεί να σε οδηγήσει ακόμη και στην τρέλα.

Η τρέλα του έρωτα δεν ξεγελιέται με τίποτα.

Ο έρωτας και ο πόθος, ο έρωτας και η ηδονή.

Πέράσαμε έρωτες πολλούς- / Κρυφά και φανερά-

Μας στιγμάτισαν για να μας αφήσουν μετά

Εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. / Στην πρώτη νιότη (Προφητεία του ανέμου).

Οι μέρες του πόθου πέρασαν.

Τα μάτια δεν στυλώνονται πια στον ουρανό τη νύχτα.

Τι κι αν έχει φεγγάρι; (Πληγές)

Όχι μόνο ο έρωτας αλλά και τα ταξίδια προσδιορίζουν την ποιήτρια, ταξίδια του μυαλού, ποιητικά ταξίδια. Στο ταξίδι των περιπλανήσεων η Ξηρογιάννη ακολουθεί «τα χνάρια των αποπλανήσεων». Αναζητεί τα κομμάτια της και τα βρίσκει να ταξιδεύουν στο «πολύχρωμο του κόσμου». Κι εκεί στο πολύχρωμο του κόσμου αχνοφαίνονται οι «λέξεις» και η «λέξη», με τις οποίες η ποιήτρια γράφει στίχους, γράφει ποιήματα. Ολόκληρη η ποιητική συλλογή «Λίγη φθορά για γούρι» αφιερώνεται στη θεραπευτική δύναμη των λέξεων.

Σαν ρέουν οι λέξεις / Όλα ανθίζουν.

Ξεπερνιέται η άβυσσος. / Κουβεντιάζεται η πληγή.

Αν και τα «Βράδια»

Εγκλωβίζονται οι λέξεις / Στριμώχνονται μέσα στις σκιές

Υφαίνουν τη Σιωπή / Σε αναμένουν οι λέξεις / Σε ακούν

Και στο ποίημα με τίτλο «Λέξεις» οι λέξεις

Φωνή δεν έχουν / Όμως φωνάζουν / Αν τις αγαπάς

Ενώ στα «Ερωτικά γράμματα»

…Συρρέουν οι λέξεις από καιρό / Διεκδικούν τον χώρο τους στα κύτταρά μου

Μπορείς ακόμη «να εναποθέτεις σ’ αυτές τις ελπίδες σου» και κάθε φορά που η καρδιά χάνει το δρόμο της «είναι οι λέξεις που αναδύονται ορθές» και μοιάζουν με πράγματα. «Οι λέξεις μου είναι οι αποσκευές μου. Οι λέξεις σου είναι οι δικές σου αποσκευές» διατείνεται η ποιήτρια. Με τέτοιες αποσκευές δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει υψηλή τέχνη.

Ονειρεύτηκα / Πως η καρδιά σου υγράνθηκε εν τέλει

Απ’ τα υδάτινα χάδια μου / Τα ποτάμια λέξεις μου

Τις ρέουσες χορογραφίες μου / Στο κρεβάτι του έρωτα

Στην ποιητική συλλογή 23 μέρες η ποιήτρια αναρωτιέται «αν θα μας ξανάρθουν οι λέξεις ή αν χάθηκαν για πάντα μέσα στους λαβυρίνθους των καλοκαιρινών μας περιπλανήσεων». Απώλεια των λέξεων. Δεν είναι όμως η μοναδική απώλεια που απασχολεί την ποιήτρια. Η απώλεια της ζωής, ο θάνατος, η απώλεια του έρωτα, των αγαπημένων προσώπων, η απώλεια των ενστίκτων, η απώλεια της αξιοπρέπειας…

Όλη μου η ζωή μια αναμονή. Από τότε που έφυγες, / τα βράδια

σβήνω τα φώτα, / βυθίζομαι.

Δεν καταλαβαίνω αν ξημερώνει.

Ακόμη και η άρνηση,  άλλοτε ως αίτιο και άλλοτε ως αποτέλεσμα της απώλειας, κατέχουν σημαντική θέση στα ποιήματα της Ξηρογιάννη.

(Πόνος στα κόκαλα απ’ την άρνησή σου) / Κάθε απώλεια πάντα θα τη βιώνεις ως απώλεια. / Και θα την ξεπερνάς.

Και πάλι θ’ αναζητάς/ Αυτό που πραγματικά σε αφουγκράζεται.

Η ποίησή της δεν είναι μόνο ερωτική, είναι βαθιά κοινωνική και πολιτική. Όλη η ποιητική συλλογή «Εποχή μου είναι η ποίηση» αποδεικνύει την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση της ποιήτριας για τον πόνο και την δυστυχία των άλλων, για τους φτωχούς και τους μετανάστες, τους ζητιάνους και τις πόρνες, για τη δύσκολη εποχή που βιώσαμε όλοι μας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η Ασημίνα αναφέρεται και στην Αθήνα, η εικόνα της οποίας τη λυπεί.

Περπατώ μέσα στην πόλη…

Δεν κρατάω τυχαία την κάμερα. / Είναι που δεν αντέχω

να βλέπω το κέντρο / με γυμνό μάτι πια. / Θέαμα θλιβερό.

Μετανάστες, ζητιάνοι, πρεζάκια, αρσενικές πόρνες.

Κουμουνδούρου, τσαντίρια, μιζέρια, σπασμένες βιτρίνες.

Καμένα αμάξια, καυσαέρια, βρωμιά, κατάντια.

Απόγνωση, μοναξιά. / Η Αθήνα μαραζώνει.

Είναι σαν να βλέπεις έναν αγαπημένο άνθρωπο

Να μαραίνεται. / Ποιος δεν πονάει για τον ετοιμοθάνατο;

Η Ασημίνα εκφράζει τις ανησυχίες της και τους προβληματισμούς της και με την ιαματική δύναμη της ποίησης προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της ή για να το διατυπώσω καλύτερα οι πληγές γίνονται ποίημα που την βοηθάνε ν’ αντέξει  τη σκληρή πραγματικότητα.

Μου λένε συνέχεια / γράψε για την εποχή σου

για την πόλη σου / για τους τετράγωνους κυβερνώντες…..

Μα εγώ θα γράψω μόνο για την Ποίηση / που με βοηθάει να τ’ αντέχω όλα αυτά.

Διαβάζοντας τα ποιήματα της Ασημίνας, ξεκινώντας από την Προφητεία του Ανέμου και φτάνοντας μέχρι το 23 μέρες παρατηρούμε την εξέλιξη της ποιήτριας από τη «νηπιακή» θα λέγαμε ηλικία μέχρι την πλήρη ωριμότητά της. Αυτή η εξέλιξη της ποιητικής γραφής της Ξηρογιάννη διαφαίνεται ακόμη και αν εστιάσουμε μόνο στα ποιήματά της για την ποίηση. «Ποίηση εν ποιήσει» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό το φαινόμενο καταχρηστικά. Στην Προφητεία του ανέμου έχουμε μόνο μία αναφορά στη λέξη ποίηση και στα παράγωγά της ή σε συγγενικές λέξεις  (ποιητικός, ποίημα, ποιητής, στίχος κτλ). Η ποιήτρια επισημαίνει την απώλεια αγαπημένου προσώπου, η οποία όμως αντισταθμίζεται από την εισβολή της ποίησης στη ζωή της.

Στις Πληγές έχουμε τέσσερις αναφορές στην ποίηση. Εδώ η ποιήτρια συνομιλεί με τον εαυτό της και προσπαθεί να βρει τον ποιητικό της δρόμο «Χέρια μου που δοθήκατε στην Ποίηση, το ταξίδι της ψυχής μου» και «Την άρνησή σου την έκανα στίχους ηχηρούς, την έκανα στιγμή ολόκληρη γεμάτη από σένα…». Για να φτάσουμε στην Εποχή μου είναι η ποίηση όπου η ποιήτρια πλέον συνομιλεί με την εποχή της μέσω της ίδιας της ποίησης και έχει φτάσει στον προορισμό της, στην κατάκτηση της ποιητικής δημιουργίας. Πλέον η ποίηση είναι ο μόνιμος σύντροφός της, που τη βοηθάει ν’ αντέχει τους κυβερνώντες, τα μνημόνια, τα πολιτικά σκάνδαλα, το γενικό ξεπούλημα της χώρας, την κρίση, το αμφίβολο μέλλον. Οι αναφορές στην ποίηση σε αυτήν τη συλλογή ξεπερνούν τις είκοσι. Η ποιήτρια προκαλεί «εαυτόν» στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Στην ποιήτρια που θέλω να γίνω». Οφείλει και επιβάλλεται να κάνει το σκοτάδι φως με τη γραφή της.

….Γιατί ποίημα σημαίνει φως. / Και σένα τώρα οι περιστάσεις σε καλούν. / Έλα, μέτρησε τις δυνάμεις σου.

Αν μπορείς να κάνεις φως / τα σκοτάδια του σήμερα.

Άλλωστε η ποιήτρια το έχει καταλάβει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος πληγές. Η μοίρα την όρισε να μεταμορφώσει τις πληγές σε ποίημα. Αυτοσκοπός που δίνει νόημα στη ζωή της.

Ο κόσμος σου προσφέρει / Απλόχερα τις πληγές του.

Έλα λοιπόν, διάλεξε μία / και κάνε την ποίημα.

Στην ποιητική συλλογή Λίγη φθορά για γούρι οι αναφορές στην ποίηση είναι περισσότερες από την προηγούμενη συλλογή, γεγονός που μας ξενίζει, αν σκεφτεί κανείς, ότι όχι μόνο ο τίτλος της προηγούμενης συλλογής εμπεριείχε τη λέξη ποίηση, αλλά ολόκληρη η συλλογή ήταν εμποτισμένη από την εποχή που τη γέννησε, την Ελλάδα της κρίσης, και τη συμβολή της ποιήτριας στην καταπολέμησή της με το μοναδικό όπλο που διέθετε, την πένα της.  Σε αυτήν την συλλογή η ποιήτρια συνομιλεί με την τέχνη της ποίησης και τους τεχνίτες της, τον Καβάφη, τον Μπρεχτ. Μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, μάλλον, για τον εαυτό της, ωστόσο οι λέξεις «μου φαίνεται» στην αρχή του ποιήματος παραπέμπουν σε υποκειμενική κρίση.

Μου φαίνεται ότι αγαπά την ποίηση

Περισσότερο από τους εραστές της.

Αναφωνεί «Ποίηση τέλος» και αναζητά την αληθινή ποίηση, «αυτό που θα’ ναι ποίηση». Απογοητεύεται, «Λίμνη παγωμένη θυμίζει πια η ποίησή μας. Που απορεί με μας τους γελοίους πως τα καταφέραμε έτσι, ώστε ποτέ να μη συναντήσουμε τις άκρες μας». Ωστόσο αισιοδοξεί γιατί το ξέρει ότι «στο περιθώριο της ζωής ανθίζουν τα ποιήματα…την ώρα που συνιστά τον δικό σου λόγο για το άρρητο. Την 25η Ώρα: την Ποίηση».

Από την ποιητική συλλογή 23 Μέρες επιλέγει το «Ποίημα κολάζ». Η ποίηση της Ασημίνας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα υπέροχο, πολύχρωμο και φανταχτερό κολάζ, ένα «κολάζ» που τραβάει το ενδιαφέρον ακόμη και του πιο δύσκολου αναγνώστη. Η ποιήτρια με αυτήν τη συγκεντρωτική συλλογή μας μυεί στον τρόπο γραφής της, μας δείχνει τα βήματα που ακολούθησε για να κατακτήσει την τέχνη της, τις αρνήσεις και τις απώλειες που είχε σ’ αυτό το ταξίδι, τα όπλα και τα «εργαλεία» που χρησιμοποίησε για να γίνεται όλο και καλύτερη. Ώριμη πλέον, σίγουρη για τον εαυτό της, μπορεί να συνεχίσει αυτό το μονοπάτι που χάραξε με επιτυχία, κατακτώντας κι άλλες κορυφές, γιατί τίποτα πια δεν είναι ακατόρθωτο και απροσπέλαστο για την Ασημίνα Ξηρογιάννη.